άκλαδος — (I) η, ο [κλάδος] 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά 2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος. (II) η, ο αυτός που δεν κλαδεύτηκε, ο ακλάδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδεύω. ΠΑΡ. ακλαδιά, ακλαδούρα] … Dictionary of Greek
ακλαδούρα — η [άκλαδος (ΙΙ)] η ακλαδιά … Dictionary of Greek